Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐάκεστος
εὐακής
εὐακοέω
εὐακόνητος
εὐάκουστος
εὐάκτιν
εὐαλαζόνευτος
εὐαλάκατος
εὐαλδής
εὐαλθής
εὐάλιος
εὐαλλοίωτος
εὐαλσής
εὐάλφιτος
εὐαλῶς
Εὐαλωσία
εὐάλωτος
εὐαμερία
εὐάμπελος
εὐάμπυξ
εὐάν
View word page
εὐάλιος
εὐάλιος, ον, Dor. for εὐήλιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐάλιος
Headword (normalized):
εὐάλιος
Headword (normalized/stripped):
ευαλιος
IDX:
43367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43368
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐάλιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">εὐήλιος</span>.</div><br><br>'}