Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐαγέω
εὐαγής
εὐαγής
εὐαγήϲ
εὐάγητος
εὐάγκαλος
εὐάγκεια
εὐαγκής
εὔαγλις
εὐαγόραστος
εὐαγορέω
εὐάγρευτος
εὐαγρέω
εὐαγρής
εὐαγρία
εὔαγρος
εὐαγωγία
εὐάγωγος
εὐάγων
εὐαδές
εὐαδίκητος
View word page
εὐαγορέω
εὐᾱγορέω, εὐᾱγορία, Dor. for εὐηγ-.


ShortDef

speak well of, praise

Debugging

Headword:
εὐαγορέω
Headword (normalized):
εὐαγορέω
Headword (normalized/stripped):
ευαγορεω
IDX:
43328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43329
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐᾱγορέω</span>, <span class="orth greek">εὐᾱγορία</span>, Dor. for <span class="foreign greek">εὐηγ</span>-.</div><br><br>'}