Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
ἑτοιμόφθαρτος
ἔτος
ἐτός
ἐτός
ἑτός
ἔτρᾰγον
ἔττακαν
ἔττε
ἐττημένος
ἐτυμηγορέω
ἐτυμηγορία
ἐτυμηγόρος
ἐτυμόδρυς
ἐτυμολογέω
ἐτυμολογία
ἐτυμολογικός
ἐτυμόλογος
ἔτυμος
View word page
ἔττε
ἔττε, v. sub ἔστε.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔττε
Headword (normalized):
ἔττε
Headword (normalized/stripped):
εττε
IDX:
43292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43293
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔττε</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἔστε</span>. </div><br><br>'}