Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτοιμοπώλης
ἑτοιμόπωλις
ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
ἑτοιμόφθαρτος
ἔτος
ἐτός
ἐτός
ἑτός
ἔτρᾰγον
ἔττακαν
ἔττε
ἐττημένος
ἐτυμηγορέω
ἐτυμηγορία
ἐτυμηγόρος
ἐτυμόδρυς
ἐτυμολογέω
ἐτυμολογία
ἐτυμολογικός
View word page
ἔτρᾰγον
ἔτρᾰγον, aor. 2 of τρώγω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔτρᾰγον
Headword (normalized):
ἔτρᾰγον
Headword (normalized/stripped):
ετραγον
IDX:
43290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43291
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔτρᾰγον</span>, aor. 2 of <span class="foreign greek">τρώγω</span>. </div><br><br>'}