Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτερόχρως
ἐτέρσετο
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτερώνιος
ἑτερωνυμέω
ἑτερώνυμος
ἑτερωνυμία
ἑτέρωσε
ἐτέρωτα
ἔτετμε
ἐτέτυμον
ἐτήρ
ἐτηρίς
ἔτης
ἐτησίαι
ἐτησιάς
ἐτήσιος
ἐτητυμία
ἐτήτυμος
ἔτι
View word page
ἔτετμε
ἔτετμε,
A). v. τέτμον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔτετμε
Headword (normalized):
ἔτετμε
Headword (normalized/stripped):
ετετμε
IDX:
43251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43252
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔτετμε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τέτμον</span> .</div> </div><br><br>'}