Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτερόχηλος
ἑτεροχροέω
ἑτερόχροια
ἑτερόχροιος
ἑτεροχροιότης
ἑτερόχρονος
ἑτερόχροος
ἑτεροχρωματέω
ἑτερόχρωμος
ἑτερόχρως
ἐτέρσετο
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτερώνιος
ἑτερωνυμέω
ἑτερώνυμος
ἑτερωνυμία
ἑτέρωσε
ἐτέρωτα
ἔτετμε
ἐτέτυμον
View word page
ἐτέρσετο
ἐτέρσετο,
A). v. τερσαίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐτέρσετο
Headword (normalized):
ἐτέρσετο
Headword (normalized/stripped):
ετερσετο
IDX:
43242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43243
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐτέρσετο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τερσαίνω</span> .</div> </div><br><br>'}