Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτεροφωνέομαι
ἑτεροφωνία
ἑτερόφωνος
ἑτερόχηλος
ἑτεροχροέω
ἑτερόχροια
ἑτερόχροιος
ἑτεροχροιότης
ἑτερόχρονος
ἑτερόχροος
ἑτεροχρωματέω
ἑτερόχρωμος
ἑτερόχρως
ἐτέρσετο
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτερώνιος
ἑτερωνυμέω
ἑτερώνυμος
ἑτερωνυμία
ἑτέρωσε
View word page
ἑτεροχρωματέω
ἑτερο-χρωμᾰτέω,
A). = ἑτεροχροέω , Gp. 2.6.37 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑτεροχρωματέω
Headword (normalized):
ἑτεροχρωματέω
Headword (normalized/stripped):
ετεροχρωματεω
IDX:
43239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43240
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερο-χρωμᾰτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑτεροχροέω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 2.6.37 </span>.</div> </div><br><br>'}