Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
ἑτερόφυτον
ἑτεροφωνέομαι
ἑτεροφωνία
ἑτερόφωνος
ἑτερόχηλος
ἑτεροχροέω
ἑτερόχροια
ἑτερόχροιος
ἑτεροχροιότης
ἑτερόχρονος
ἑτερόχροος
ἑτεροχρωματέω
ἑτερόχρωμος
ἑτερόχρως
ἐτέρσετο
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτερώνιος
View word page
ἑτερόχροιος
ἑτερό-χροιος, ον,
A). = ἑτερόχρους , Polem.Phgn. 9 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑτερόχροιος
Headword (normalized):
ἑτερόχροιος
Headword (normalized/stripped):
ετεροχροιος
IDX:
43235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43236
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερό-χροιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑτερόχρους</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1617.tlg001:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1617.tlg001:9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Polem.Phgn.</span> 9 </a>.</div> </div><br><br>'}