Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτεροφανής
ἑτεροφθαλμία
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφορέομαι
ἑτεροφρονέω
ἑτεροφροσύνη
ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
ἑτερόφυτον
ἑτεροφωνέομαι
ἑτεροφωνία
ἑτερόφωνος
ἑτερόχηλος
ἑτεροχροέω
ἑτερόχροια
ἑτερόχροιος
ἑτεροχροιότης
ἑτερόχρονος
ἑτερόχροος
ἑτεροχρωματέω
View word page
ἑτεροφωνέομαι
ἑτερο-φωνέομαι,
A). to be different in sound, Eust. 1626.3 .


ShortDef

to be different in sound

Debugging

Headword:
ἑτεροφωνέομαι
Headword (normalized):
ἑτεροφωνέομαι
Headword (normalized/stripped):
ετεροφωνεομαι
IDX:
43229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43230
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερο-φωνέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be different in sound</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1626:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1626.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1626.3 </a>.</div> </div><br><br>'}