Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτεροταγής
ἑτερότης
ἑτεροτράχηλος
ἑτερότροπος
ἑτερούας
ἑτερουΐς
ἑτερούσιος
ἑτεροφανής
ἑτεροφθαλμία
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφορέομαι
ἑτεροφρονέω
ἑτεροφροσύνη
ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
ἑτερόφυτον
ἑτεροφωνέομαι
ἑτεροφωνία
ἑτερόφωνος
ἑτερόχηλος
View word page
ἑτεροφορέομαι
ἑτερο-φορέομαι, Pass.,
A). = ἑτερορρεπέω , Tim. Lex. s.v. ταλαντοῦσθαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑτεροφορέομαι
Headword (normalized):
ἑτεροφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
ετεροφορεομαι
IDX:
43222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43223
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερο-φορέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑτερορρεπέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tim.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ταλαντοῦσθαι</span> .</div> </div><br><br>'}