Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτερόσφυκτος
ἑτεροσχημάτιστος
ἑτεροσχήμων
ἑτεροταγής
ἑτερότης
ἑτεροτράχηλος
ἑτερότροπος
ἑτερούας
ἑτερουΐς
ἑτερούσιος
ἑτεροφανής
ἑτεροφθαλμία
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφορέομαι
ἑτεροφρονέω
ἑτεροφροσύνη
ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
ἑτερόφυτον
ἑτεροφωνέομαι
View word page
ἑτεροφανής
ἑτεροφᾰνής, ές,
A). diverse in appearance, Gal. 18(1).777 .


ShortDef

diverse in appearance

Debugging

Headword:
ἑτεροφανής
Headword (normalized):
ἑτεροφανής
Headword (normalized/stripped):
ετεροφανης
IDX:
43219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43220
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτεροφᾰνής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">diverse in appearance</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).777 </span>.</div> </div><br><br>'}