Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτερόστροφος
ἑτερόσφυκτος
ἑτεροσχημάτιστος
ἑτεροσχήμων
ἑτεροταγής
ἑτερότης
ἑτεροτράχηλος
ἑτερότροπος
ἑτερούας
ἑτερουΐς
ἑτερούσιος
ἑτεροφανής
ἑτεροφθαλμία
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφορέομαι
ἑτεροφρονέω
ἑτεροφροσύνη
ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
ἑτερόφυτον
View word page
ἑτερούσιος
ἑτερούσιος,
A). v. ἑτεροούσιος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑτερούσιος
Headword (normalized):
ἑτερούσιος
Headword (normalized/stripped):
ετερουσιος
IDX:
43218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43219
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερούσιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἑτεροούσιος</span> .</div> </div><br><br>'}