Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτερόστομος
ἑτερόστροφος
ἑτερόσφυκτος
ἑτεροσχημάτιστος
ἑτεροσχήμων
ἑτεροταγής
ἑτερότης
ἑτεροτράχηλος
ἑτερότροπος
ἑτερούας
ἑτερουΐς
ἑτερούσιος
ἑτεροφανής
ἑτεροφθαλμία
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφορέομαι
ἑτεροφρονέω
ἑτεροφροσύνη
ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
View word page
ἑτερουΐς
ἑτερ-ουΐς, ΐδος,,
A). vessel with one handle, Hsch.


ShortDef

vessel with one handle

Debugging

Headword:
ἑτερουΐς
Headword (normalized):
ἑτερουΐς
Headword (normalized/stripped):
ετερουις
IDX:
43217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43218
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερ-ουΐς</span>, <span class="foreign greek">ΐδος,</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vessel with one handle</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}