Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτερορρεπέω
ἑτερορρεπής
ἑτερορροπία
ἑτερόρροπος
ἑτερόρρυθμος
ἕτερος
ἑτεροσήμαντος
ἑτεροσκελής
ἑτερόσκιος
ἑτερόσσυτος
ἑτερόστοιχος
ἑτερόστομος
ἑτερόστροφος
ἑτερόσφυκτος
ἑτεροσχημάτιστος
ἑτεροσχήμων
ἑτεροταγής
ἑτερότης
ἑτεροτράχηλος
ἑτερότροπος
ἑτερούας
View word page
ἑτερόστοιχος
ἑτερό-στοιχος, ον,
A). belonging to the other series, Hsch., Phot.


ShortDef

belonging to the other series

Debugging

Headword:
ἑτερόστοιχος
Headword (normalized):
ἑτερόστοιχος
Headword (normalized/stripped):
ετεροστοιχος
IDX:
43206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43207
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερό-στοιχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">belonging to the other series</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}