Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλιτρία
ἀλιτρόβιος
ἀλιτρόνοος
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
ἁλίτροφος
ἁλίτροχος
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἀλίφατα
αἱλιφθερόω
αἱλιφθορία
αἱλιφθόρος
αἱλιφιλεῖς
αἱλίφλοιος
αἱλιφροσύνη
ἀλιχευτρίς
ἁλίχλαινος
ἄλιψ
ἀλκάζω
View word page
ἀλίφατα
ἀλίφατα· ἄλφιτα ἢ ἄλευρα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλίφατα
Headword (normalized):
ἀλίφατα
Headword (normalized/stripped):
αλιφατα
IDX:
4319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4320
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλίφατα·</span> <span class="foreign greek">ἄλφιτα ἢ ἄλευρα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}