Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτεροποδέω
ἑτεροποιός
ἑτερόπορπος
ἑτερόπους
ἑτεροπρόσωπος
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
ἑτερορρέπεια
ἑτερορρεπέω
ἑτερορρεπής
ἑτερορροπία
ἑτερόρροπος
ἑτερόρρυθμος
ἕτερος
ἑτεροσήμαντος
ἑτεροσκελής
ἑτερόσκιος
ἑτερόσσυτος
ἑτερόστοιχος
ἑτερόστομος
ἑτερόστροφος
View word page
ἑτερορροπία
ἑτερο-ρροπία, ,
A). = ἑτερορρέπεια , Id. 4.172 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑτερορροπία
Headword (normalized):
ἑτερορροπία
Headword (normalized/stripped):
ετερορροπια
IDX:
43198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43199
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερο-ρροπία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑτερορρέπεια</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4:172" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4.172/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 4.172 </a>.</div> </div><br><br>'}