Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτερόπλοκος
ἑτερόπλοος
ἑτερόπνοοι
ἑτεροποδέω
ἑτεροποιός
ἑτερόπορπος
ἑτερόπους
ἑτεροπρόσωπος
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
ἑτερορρέπεια
ἑτερορρεπέω
ἑτερορρεπής
ἑτερορροπία
ἑτερόρροπος
ἑτερόρρυθμος
ἕτερος
ἑτεροσήμαντος
ἑτεροσκελής
ἑτερόσκιος
ἑτερόσσυτος
View word page
ἑτερορρέπεια
ἑτερο-ρρέπεια, ,
A). leaning to one side, Poll. 8.14 .


ShortDef

leaning to one side

Debugging

Headword:
ἑτερορρέπεια
Headword (normalized):
ἑτερορρέπεια
Headword (normalized/stripped):
ετερορρεπεια
IDX:
43195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43196
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερο-ρρέπεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leaning to one side</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:8:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:8.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 8.14 </a>.</div> </div><br><br>'}