Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτερόμορφος
ἑτεροούσιος
ἑτεροπάθεια
ἑτεροπαχής
ἑτεροπλανής
ἑτεροπλατής
ἑτεροπλατέω
ἑτερόπλευρος
ἑτερόπλοκος
ἑτερόπλοος
ἑτερόπνοοι
ἑτεροποδέω
ἑτεροποιός
ἑτερόπορπος
ἑτερόπους
ἑτεροπρόσωπος
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
ἑτερορρέπεια
ἑτερορρεπέω
ἑτερορρεπής
View word page
ἑτερόπνοοι
ἑτερό-πνοοι αὐλοί,,
A). uneven, double flutes, Anacreont. 2B. 4 (dub.l.).


ShortDef

uneven, double (flutes)

Debugging

Headword:
ἑτερόπνοοι
Headword (normalized):
ἑτερόπνοοι
Headword (normalized/stripped):
ετεροπνοοι
IDX:
43187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43188
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερό-πνοοι</span> <span class="foreign greek">αὐλοί,</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">uneven, double</span> flutes, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Anacreont.</span> 2B. </span> <span class="bibl"> 4 </span> (dub.l.).</div> </div><br><br>'}