Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτερομετρία
ἑτερόμετρος
ἑτερομήκης
ἑτερομηκικὸς
ἑτερομήτριος
ἑτερομήτωρ
ἑτερομοιότης
ἑτερομόλιος
ἑτερόμορφος
ἑτεροούσιος
ἑτεροπάθεια
ἑτεροπαχής
ἑτεροπλανής
ἑτεροπλατής
ἑτεροπλατέω
ἑτερόπλευρος
ἑτερόπλοκος
ἑτερόπλοος
ἑτερόπνοοι
ἑτεροποδέω
ἑτεροποιός
View word page
ἑτεροπάθεια
ἑτερο-πάθεια [πᾰ],(πᾰθεῖν)
A). counterirritation, Dsc. 2.154 .


ShortDef

counterirritation

Debugging

Headword:
ἑτεροπάθεια
Headword (normalized):
ἑτεροπάθεια
Headword (normalized/stripped):
ετεροπαθεια
IDX:
43179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43180
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερο-πάθεια</span> [<span class="foreign greek">πᾰ],</span>(<span class="etym greek">πᾰθεῖν</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">counterirritation</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.154 </span>.</div> </div><br><br>'}