Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτερόκλιτος
ἑτεροκλονέω
ἑτεροκοπία
ἑτεροκρανία
ἑτερόκτυπος
ἑτεροκωφέω
ἑτερόκωφος
ἑτερολογία
ἑτερόμαλλος
ἑτερομάσχαλος
ἑτερομεγεθέω
ἑτερομέρεια
ἑτερομερής
ἑτερομετρία
ἑτερόμετρος
ἑτερομήκης
ἑτερομηκικὸς
ἑτερομήτριος
ἑτερομήτωρ
ἑτερομοιότης
ἑτερομόλιος
View word page
ἑτερομεγεθέω
ἑτερο-μεγεθέω,
A). increase on one side, Artem. 1.31 .


ShortDef

increase on one side

Debugging

Headword:
ἑτερομεγεθέω
Headword (normalized):
ἑτερομεγεθέω
Headword (normalized/stripped):
ετερομεγεθεω
IDX:
43166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43167
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερο-μεγεθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">increase on one side</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0553.tlg001:1:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0553.tlg001:1.31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Artem.</span> 1.31 </a>.</div> </div><br><br>'}