Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτεροζυγία
ἑτερόζυγος
ἑτέροζυξ
ἑτεροθαλής
ἑτερόθρησκος
ἑτερόθροος
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροιόω
ἑτεροίωσις
ἑτεροιωτικός
ἑτερόκαρπος
ἑτεροκινησία
ἑτεροκίνητος
ἑτεροκλινέω
ἑτεροκλινής
ἑτερόκλιτος
ἑτεροκλονέω
ἑτεροκοπία
ἑτεροκρανία
ἑτερόκτυπος
View word page
ἑτεροιωτικός
ἑτεροι-ωτικός, , όν,
A). alterative, ἡ τερατολογουμένη -ωτική, of Chrysippus' theory of sensation (cf. ἑτεροίωσις), Stoic. 1.108 .


ShortDef

alterative

Debugging

Headword:
ἑτεροιωτικός
Headword (normalized):
ἑτεροιωτικός
Headword (normalized/stripped):
ετεροιωτικος
IDX:
43150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43151
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτεροι-ωτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">alterative</span>, <span class="foreign greek">ἡ τερατολογουμένη -ωτική</span>, of Chrysippus\' theory of sensation (cf. <span class="foreign greek">ἑτεροίωσις</span>), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stoic.</span> 1.108 </span>.</div> </div><br><br>'}