Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτεροδύναμος
ἑτεροεθνής
ἑτεροείδεια
ἑτεροειδής
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτεροζυγία
ἑτερόζυγος
ἑτέροζυξ
ἑτεροθαλής
ἑτερόθρησκος
ἑτερόθροος
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροιόω
ἑτεροίωσις
ἑτεροιωτικός
ἑτερόκαρπος
ἑτεροκινησία
ἑτεροκίνητος
ἑτεροκλινέω
View word page
ἑτερόθρησκος
ἑτερό-θρησκος, ον,
A). practising a false religion, interpol. in Suid. s.v. θρῆσκος .


ShortDef

practising a false religion

Debugging

Headword:
ἑτερόθρησκος
Headword (normalized):
ἑτερόθρησκος
Headword (normalized/stripped):
ετεροθρησκος
IDX:
43144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43145
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερό-θρησκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">practising a false religion</span>, interpol. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">θρῆσκος</span> .</div> </div><br><br>'}