Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑτερογνώμων
ἑτερόγονος
ἑτεροδίδακτος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξία
ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
ἑτεροδύναμος
ἑτεροεθνής
ἑτεροείδεια
ἑτεροειδής
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτεροζυγία
ἑτερόζυγος
ἑτέροζυξ
ἑτεροθαλής
ἑτερόθρησκος
ἑτερόθροος
ἑτεροῖος
View word page
ἑτεροείδεια
ἑτερο-είδεια
,
ἡ
,
A).
numerical diversity,
Theol.Ar.
8
.
ShortDef
numerical diversity
Debugging
Headword:
ἑτεροείδεια
Headword (normalized):
ἑτεροείδεια
Headword (normalized/stripped):
ετεροειδεια
IDX:
43136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43137
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερο-είδεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">numerical diversity,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theol.Ar.</span> 8 </span>.</div> </div><br><br>'}