Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτερόγνης
ἑτερογνωμοσύνη
ἑτερογνώμων
ἑτερόγονος
ἑτεροδίδακτος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξία
ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
ἑτεροδύναμος
ἑτεροεθνής
ἑτεροείδεια
ἑτεροειδής
View word page
ἑτερόγονος
ἑτερό-γονος, ον,
A). = ἑτερογενής , Hippiatr. 11 , Hsch. s.v. ἀμφίσγονοι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑτερόγονος
Headword (normalized):
ἑτερόγονος
Headword (normalized/stripped):
ετερογονος
IDX:
43127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43128
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερό-γονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑτερογενής</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 11 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀμφίσγονοι</span> .</div> </div><br><br>'}