Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτέρηφι
ἑτεροβάρεια
ἑτεροβαρής
ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτερόγνης
ἑτερογνωμοσύνη
ἑτερογνώμων
ἑτερόγονος
ἑτεροδίδακτος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξία
ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
ἑτεροδύναμος
View word page
ἑτερόγνης
ἑτερό-γνης, ητος, ,
A). = ἑτερογενής , Hdn.Gr. 1.83 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑτερόγνης
Headword (normalized):
ἑτερόγνης
Headword (normalized/stripped):
ετερογνης
IDX:
43124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43125
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερό-γνης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑτερογενής</span> , Hdn.Gr.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4040.tlg029:1:83" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4040.tlg029:1.83/canonical-url/"> 1.83 </a>.</div> </div><br><br>'}