Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑτεραλκής
ἑτεράριθμος
ἑτεραχθέω
ἑτερεγκεφαλάω
ἑτερειδής
ἑτερήμερος
ἑτερήρης
ἑτέρηφι
ἑτεροβάρεια
ἑτεροβαρής
ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτερόγνης
ἑτερογνωμοσύνη
ἑτερογνώμων
ἑτερόγονος
View word page
ἑτερογαμία
ἑτερο-γᾰμία, ,
A). second marriage, Tz.ad Lyc. 1317 .


ShortDef

second marriage

Debugging

Headword:
ἑτερογαμία
Headword (normalized):
ἑτερογαμία
Headword (normalized/stripped):
ετερογαμια
IDX:
43117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43118
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερο-γᾰμία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">second marriage</span>, Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1317 </span>.</div> </div><br><br>'}