Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐτεόκριθος
ἐτεός
ἑτεράλκεια
ἑτεραλκέομαι
ἑτεραλκής
ἑτεράριθμος
ἑτεραχθέω
ἑτερεγκεφαλάω
ἑτερειδής
ἑτερήμερος
ἑτερήρης
ἑτέρηφι
ἑτεροβάρεια
ἑτεροβαρής
ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
View word page
ἑτερήρης
ἑτερ-ήρης, ες,(Ἄρω)
A). = ἀμφήρης , Max. 165 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑτερήρης
Headword (normalized):
ἑτερήρης
Headword (normalized/stripped):
ετερηρης
IDX:
43113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43114
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑτερ-ήρης</span>, <span class="itype greek">ες</span>,(<span class="etym greek">Ἄρω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀμφήρης</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1487.tlg001:165" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1487.tlg001:165/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Max.</span> 165 </a>.</div> </div><br><br>'}