Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐσωτέρω
ἐσωτικός
ἐσώφωτον
ἐτάζω
ἑταίρα
ἑταιρεία
ἑταιρεῖος
ἑταιρειώτης
ἑταιρεύομαι
ἑταιρέω
ἑταιρηΐη
ἑταίρησις
ἑταιρία
ἑταιρίδεια
ἑταιρίδιον
ἑταιρίζω
ἑταιρικός
ἑταιρίς
ἑταίρισμα
ἑταιρισμός
ἑταιριστής
View word page
ἑταιρηΐη
ἑταιρ-ηΐη
,
ἑταιρήϊος
,
η
,
ον
, Ion. for
ἑταιρεία, ἑταιρεῖος,
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑταιρηΐη
Headword (normalized):
ἑταιρηΐη
Headword (normalized/stripped):
εταιρηιη
IDX:
43072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43073
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑταιρ-ηΐη</span>, <span class="orth greek">ἑταιρήϊος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἑταιρεία, ἑταιρεῖος, </span> </div><br><br>'}