Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτηρός
ἀλίτης
ἁλίτης
ἀλιτόκαρπον
ἀλιτόμηνος
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραί
ἀλιτραίνω
ἁλιτρεφής
ἀλιτρέω
ἀλιτρία
ἀλιτρόβιος
ἀλιτρόνοος
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
ἁλίτροφος
ἁλίτροχος
View word page
ἀλιτραί
ἀλιτραί· οἱ ἄδικα δικάζοντες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλιτραί
Headword (normalized):
ἀλιτραί
Headword (normalized/stripped):
αλιτραι
IDX:
4305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4306
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλιτραί·</span> <span class="foreign greek">οἱ ἄδικα δικάζοντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}