Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήμερος
ἀλιτημοσύνη
ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτηρός
ἀλίτης
ἁλίτης
ἀλιτόκαρπον
ἀλιτόμηνος
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραί
ἀλιτραίνω
ἁλιτρεφής
ἀλιτρέω
ἀλιτρία
ἀλιτρόβιος
ἀλιτρόνοος
View word page
ἀλιτόκαρπον
ἀλιτό-καρπον· ματαιότεκνον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλιτόκαρπον
Headword (normalized):
ἀλιτόκαρπον
Headword (normalized/stripped):
αλιτοκαρπον
IDX:
4301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλιτό-καρπον·</span> <span class="foreign greek">ματαιότεκνον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}