Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑστιοπάμων
ἕστιος
ἑστιουχέω
ἑστίουχος
ἑστιῶτις
ἕστο
ἐστοχασμένως
ἐστραμμένως
ἐστρίς
ἐστυμμένως
Ἐστρῆνες
ἐστώ2
ἕστωρ
ἐσύνηκεν
ἐσύστερον
ἔσφαλα
ἐσφαλμένως
ἐσφέρω
ἐσφιγμένως
ἔσφλασις
ἐσφλάω
View word page
Ἐστρῆνες
Ἐστρῆνες·
Σειρῆνες,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Ἐστρῆνες
Headword (normalized):
ἐστρῆνες
Headword (normalized/stripped):
εστρηνες
IDX:
43009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43010
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἐστρῆνες·</span> <span class="foreign greek">Σειρῆνες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}