Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑστιᾶχος
ἑστιάω
ἑστιῶν
ἔστιοι
ἑστιόομαι
ἑστιοπάμων
ἕστιος
ἑστιουχέω
ἑστίουχος
ἑστιῶτις
ἕστο
ἐστοχασμένως
ἐστραμμένως
ἐστρίς
ἐστυμμένως
Ἐστρῆνες
ἐστώ2
ἕστωρ
ἐσύνηκεν
ἐσύστερον
ἔσφαλα
View word page
ἕστο
ἕστο,
A). v. ἕννυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἕστο
Headword (normalized):
ἕστο
Headword (normalized/stripped):
εστο
IDX:
43004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43005
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἕστο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἕννυμι.</span> </div> </div><br><br>'}