Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
ἑστιατήρ
ἑστιατήριον
ἑστιατικός
ἑστιατορία
ἑστιατόριον
ἑστιατορίς
ἑστιάτωρ
ἑστιᾶχος
ἑστιάω
ἑστιῶν
ἔστιοι
ἑστιόομαι
ἑστιοπάμων
ἕστιος
ἑστιουχέω
ἑστίουχος
ἑστιῶτις
ἕστο
View word page
ἑστιᾶχος
ἑστιᾶχος· οἰκουρός κτλ., Hsch. (cf. ἑστιοῦχος).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑστιᾶχος
Headword (normalized):
ἑστιᾶχος
Headword (normalized/stripped):
εστιαχος
IDX:
42994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42995
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑστιᾶχος·</span> <span class="foreign greek">οἰκουρός κτλ.,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ἑστιοῦχος</span>).</div><br><br>'}