Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστιαῖον
Ἑστιαῖος
ἑστίαμα
ἑστιαρχέω
ἑστιάρχης
Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
ἑστιατήρ
ἑστιατήριον
ἑστιατικός
ἑστιατορία
ἑστιατόριον
ἑστιατορίς
ἑστιάτωρ
ἑστιᾶχος
ἑστιάω
ἑστιῶν
ἔστιοι
View word page
ἑστιατήρ
ἑστιατήρ·
ὁ δοκιμαζόμενος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑστιατήρ
Headword (normalized):
ἑστιατήρ
Headword (normalized/stripped):
εστιατηρ
IDX:
42987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42988
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑστιατήρ·</span> <span class="foreign greek">ὁ δοκιμαζόμενος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}