Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἕστακα
ἐστάλατο
ἑσταότως
ἔστε
ἔστεισις
ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἔστη
ἕστηκα
ἑστηκότως
ἑστήκω
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστιαῖον
Ἑστιαῖος
ἑστίαμα
ἑστιαρχέω
ἑστιάρχης
Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
View word page
ἑστήκω
ἑστήκω, v. sub στήκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑστήκω
Headword (normalized):
ἑστήκω
Headword (normalized/stripped):
εστηκω
IDX:
42976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42977
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑστήκω</span>, v. sub <span class="foreign greek">στήκω.</span> </div><br><br>'}