Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἕσσων
ἕστα
ἕστακα
ἐστάλατο
ἑσταότως
ἔστε
ἔστεισις
ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἔστη
ἕστηκα
ἑστηκότως
ἑστήκω
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστιαῖον
Ἑστιαῖος
ἑστίαμα
ἑστιαρχέω
ἑστιάρχης
Ἑστιάς
View word page
ἕστηκα
ἕστηκα, ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς,
A). v. ἵστημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἕστηκα
Headword (normalized):
ἕστηκα
Headword (normalized/stripped):
εστηκα
IDX:
42974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἕστηκα</span>, <span class="orth greek">ἑστήξω</span> and <span class="orth greek">Ἑσπέρ-ομαι</span>, <span class="orth greek">ἔστησα</span>, <span class="orth greek">ἔστην</span>, <span class="orth greek">ἑστηώς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἵστημι.</span> </div> </div><br><br>'}