Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐσσίταλα
ἕσσο
ἑσσόν
ἐσσόριον
ἔσσυμαι
ἐσσύμενος
ἔσσυο
ἐσσυρευτόν
ἕσσων
ἕστα
ἕστακα
ἐστάλατο
ἑσταότως
ἔστε
ἔστεισις
ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἔστη
ἕστηκα
ἑστηκότως
ἑστήκω
View word page
ἕστακα
ἕστᾰκα
, trans. pf. of
ἵστημι
(q.v.); but
ἕστᾱκα
, Dor. for
ἕστηκα.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἕστακα
Headword (normalized):
ἕστακα
Headword (normalized/stripped):
εστακα
IDX:
42966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42967
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἕστᾰκα</span>, trans. pf. of <span class="foreign greek">ἵστημι</span> (q.v.); but <span class="orth greek">ἕστᾱκα</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἕστηκα.</span> </div><br><br>'}