Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐσσίνευσεν
ἐσσίταλα
ἕσσο
ἑσσόν
ἐσσόριον
ἔσσυμαι
ἐσσύμενος
ἔσσυο
ἐσσυρευτόν
ἕσσων
ἕστα
ἕστακα
ἐστάλατο
ἑσταότως
ἔστε
ἔστεισις
ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἔστη
ἕστηκα
ἑστηκότως
View word page
ἕστα
ἕστα· ἐνδύματα, Id.; cf. ἔστη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἕστα
Headword (normalized):
ἕστα
Headword (normalized/stripped):
εστα
IDX:
42965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42966
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἕστα·</span> <span class="foreign greek">ἐνδύματα,</span> Id.; cf. <span class="foreign greek">ἔστη.</span> </div><br><br>'}