Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἑσπέριος
Ἑσπερίς
Ἑσπέρισμα
Ἑσπερίτης
Ἑσπερόθεν
ἑσπερόμορφος
ἕσπερος
ἐσπευσμένως
ἐσπίφρημι
ἕσπομαι
ἑσπόμην
ἔσπον
ἐσπουδασμένως
ἐσπρεμμίττεν
ἔσρος
ἕσσα
ἔσσα
ἔσσαμον
ἐσσεδάριος
ἐσσεῖται
ἔσσευα
View word page
ἑσπόμην
ἑσπόμην, inf. σπέσθαι, aor. 2 of ἕπομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑσπόμην
Headword (normalized):
ἑσπόμην
Headword (normalized/stripped):
εσπομην
IDX:
42937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42938
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑσπόμην</span>, inf. <span class="foreign greek">σπέσθαι,</span> aor. 2 of <span class="foreign greek">ἕπομαι.</span> </div><br><br>'}