Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Ἑσπέριον
Ἑσπέριος
Ἑσπερίς
Ἑσπέρισμα
Ἑσπερίτης
Ἑσπερόθεν
ἑσπερόμορφος
ἕσπερος
ἐσπευσμένως
ἐσπίφρημι
ἕσπομαι
ἑσπόμην
ἔσπον
ἐσπουδασμένως
ἐσπρεμμίττεν
ἔσρος
ἕσσα
ἔσσα
ἔσσαμον
ἐσσεδάριος
ἐσσεῖται
View word page
ἕσπομαι
ἕσπομαι
, later Ep. form of
ἕπομαι
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἕσπομαι
Headword (normalized):
ἕσπομαι
Headword (normalized/stripped):
εσπομαι
IDX:
42936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42937
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἕσπομαι</span>, later Ep. form of <span class="foreign greek">ἕπομαι</span> (q. v.).</div><br><br>'}