Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐσμονῶ
ἑσμός
ἑσμοτόκος
ἑσμοφύλαξ
ἐσόβδην
ἔσοπτρον
ἔσοπτρος
ἐσοῦμαι
ἐσπαρμένως
ἑσπέρα
ἐσπερᾶσαι
Ἑσπερία
Ἑσπερικός
Ἑσπερινός
Ἑσπέριον
Ἑσπέριος
Ἑσπερίς
Ἑσπέρισμα
Ἑσπερίτης
Ἑσπερόθεν
ἑσπερόμορφος
View word page
ἐσπερᾶσαι
ἐσπερᾶσαι,
A). v. ἐκπεράω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐσπερᾶσαι
Headword (normalized):
ἐσπερᾶσαι
Headword (normalized/stripped):
εσπερασαι
IDX:
42922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42923
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐσπερᾶσαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐκπεράω.</span> </div> </div><br><br>'}