Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐσιέμεναι
Ἑσιῆς
ἐσικνέομαι
ἕσις
ἐσιώθην
ἐσκάλισις
ἐσκατάμιζεν
ἐσκεθῆν
ἐσκεμμένως
ἐσκιχρέμεν
ἔσκληκα
ἔσκλητος
ἔσκον
ἐσλιήνω
ἐσλός
ἕσμα
ἕσμιον
ἐσμονῶ
ἑσμός
ἑσμοτόκος
ἑσμοφύλαξ
View word page
ἔσκληκα
ἔσκληκα
, intr. pf. of
σκέλλω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔσκληκα
Headword (normalized):
ἔσκληκα
Headword (normalized/stripped):
εσκληκα
IDX:
42905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42906
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔσκληκα</span>, intr. pf. of <span class="foreign greek">σκέλλω.</span> </div><br><br>'}