Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγελάζομαι
ἀγελαιοκομικός
ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφία
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαιοτρόφος
ἀγελαιών
ἀγέλαοι
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγελαρχία
ἀγέλασμα
ἀγελαστέω
ἀγελαστί
ἀγελαστικός
ἀγέλαστος
ἀγελάτης
ἀγελείη
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἀγέληθεν
View word page
ἀγελαρχία
ἀγελ-αρχία
,
ἡ
,
IGRom.
3.648
(Idebessus, ii A. D.):—Adj.
ἀγελ-αρχικός
, prob. l. for
-ιανός
, ibid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγελαρχία
Headword (normalized):
ἀγελαρχία
Headword (normalized/stripped):
αγελαρχια
IDX:
428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-429
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγελ-αρχία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 3.648 </span> (Idebessus, ii A. D.):—Adj. <span class="orth greek">ἀγελ-αρχικός</span>, prob. l. for <span class="foreign greek">-ιανός</span>, ibid.</div><br><br>'}