Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐσθλοδότης
ἐσθλός
ἐσθλότης
ἔσθος
ἔσθω
ἐσία
ἑσία
ἐσιάλλοντι
ἐσιέμεναι
Ἑσιῆς
ἐσικνέομαι
ἕσις
ἐσιώθην
ἐσκάλισις
ἐσκατάμιζεν
ἐσκεθῆν
ἐσκεμμένως
ἐσκιχρέμεν
ἔσκληκα
ἔσκλητος
ἔσκον
View word page
ἐσικνέομαι
ἐσικνέομαι
,
ἐσίπταμαι
, v. sub.
εἰς-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐσικνέομαι
Headword (normalized):
ἐσικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
εσικνεομαι
IDX:
42897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42898
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐσικνέομαι</span>, <span class="orth greek">ἐσίπταμαι</span>, v. sub. <span class="foreign greek">εἰς-.</span> </div><br><br>'}