ἐσθέω
ἐσθ-έω,(ἐσθής)
A). clothe : only pf. and plpf. Pass., mostly in part. ἠσθημένος, Ion. ἐσθημένος, clothed or clad, τι in a thing, ἐσθῆτα ἐσθημένος : c. dat., 6.112 ῥάκεσι ἐσθημένος ; 3.129 ἠσθημένοι πέπλοισι Hel. 1539 ; Πελοποννησιακῶς ἠσθημένος : 3 pl. pf. 6 ἤσθηνται Fr. 121 : 3 sg. plpf. ἤσθητο VH 12.32 ; ἠσθῆσθαι NA 16.34 .