Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλισθένειν
ἁλίσκομαι
ἄλισμα
ἁλισμάραγος
ἁλίσμηκτος
ἁλισμός
ἁλιστέφανος
ἁλιστεφής
ἀλιστία
ἁλίστονος
ἄλιστος
ἁλιστός
ἀλίστρα
ἁλίστρεπτος
ἁλίσχοινος
ἀλιταίνω
ἀλιτάνευτος
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήμερος
View word page
ἄλιστος
ἄλιστος,
A). v. ἄλλιστος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄλιστος
Headword (normalized):
ἄλιστος
Headword (normalized/stripped):
αλιστος
IDX:
4283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4284
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄλιστος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄλλιστος</span> .</div> </div><br><br>'}