Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλισγέω
ἀλίσγημα
ἀλισθένειν
ἁλίσκομαι
ἄλισμα
ἁλισμάραγος
ἁλίσμηκτος
ἁλισμός
ἁλιστέφανος
ἁλιστεφής
ἀλιστία
ἁλίστονος
ἄλιστος
ἁλιστός
ἀλίστρα
ἁλίστρεπτος
ἁλίσχοινος
ἀλιταίνω
ἀλιτάνευτος
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
View word page
ἀλιστία
ἀλιστία· ἀναπέπλησται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλιστία
Headword (normalized):
ἀλιστία
Headword (normalized/stripped):
αλιστια
IDX:
4281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4282
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλιστία·</span> <span class="foreign greek">ἀναπέπλησται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}