Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐρυθρόγραμμος
ἐρυθροδάκτυλος
ἐρυθρόδανον
ἐρυθροδανόω
ἐρυθροδάνωσις
ἐρυθροειδής
ἐρυθροκάρδιος
ἐρυθροκομίς
ἐρυθρόλευκος
ἐρυθρομέλας
ἐρυθρόνιον
ἐρυθρόξανθος
ἐρυθροποίκιλος
ἐρυθρόπους
ἐρυθροπρόσωπος
ἐρυθρός
ἐρυθρότης
ἐρυθρόχλωρος
ἐρυθρόχροος
ἐρυθρόχρως
ἐρυθρύδανον
View word page
ἐρυθρόνιον
ἐρυθρόνιον, τό,
A). = σατύριον , Ps.- Dsc. 3.128 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐρυθρόνιον
Headword (normalized):
ἐρυθρόνιον
Headword (normalized/stripped):
ερυθρονιον
IDX:
42767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42768
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐρυθρόνιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σατύριον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.128 </span>.</div> </div><br><br>'}