Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐρυθριάω
ἐρυθρῖνος
ἐρυθρίς
ἐρυθροβαφής
ἐρυθρόβωλος
ἐρυθρόγραμμος
ἐρυθροδάκτυλος
ἐρυθρόδανον
ἐρυθροδανόω
ἐρυθροδάνωσις
ἐρυθροειδής
ἐρυθροκάρδιος
ἐρυθροκομίς
ἐρυθρόλευκος
ἐρυθρομέλας
ἐρυθρόνιον
ἐρυθρόξανθος
ἐρυθροποίκιλος
ἐρυθρόπους
ἐρυθροπρόσωπος
ἐρυθρός
View word page
ἐρυθροειδής
ἐρυθρο-ειδής
,
A).
f.l. for
ἐλυτρο-
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐρυθροειδής
Headword (normalized):
ἐρυθροειδής
Headword (normalized/stripped):
ερυθροειδης
IDX:
42762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42763
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐρυθρο-ειδής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἐλυτρο-</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}