Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐρρυθμισμένως
ἔρρυθμος
ἔρρυσος
ἔρρω1
ἔρρω2
ἔρρωγα
ἐρρωμένος
ἐρρηέστερον
ἐρρώμην
ἐρρώοντο
ἔρρωσο
ἐρσαῖος
ἐρσενικός
ἔρσεο
ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσην
ἐρσηφορία
ἔρσις
Ἕρσος
ἐρσοφόρος
View word page
ἔρρωσο
ἔρρωσο, v. sub ῥώννυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔρρωσο
Headword (normalized):
ἔρρωσο
Headword (normalized/stripped):
ερρωσο
IDX:
42714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42715
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔρρωσο</span>, v. sub <span class="foreign greek">ῥώννυμι.</span> </div><br><br>'}